- νοσφίσμός
- ο незаконное присвоение чужого имущества
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νοσφισμός — absence masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοσφισμός — ο (Α νοσφισμός) [νοσφίζομαι] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού νοσφίζομαι, ιδιοποίηση, σφετερισμός, κλοπή αρχ. αποχωρισμός … Dictionary of Greek
νοσφισμοῦ — νοσφισμός absence masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοσφισμῶν — νοσφισμός absence masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοσφισμῷ — νοσφισμός absence masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοσφισμόν — νοσφισμός absence masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοσφισμῶι — νοσφισμῷ , νοσφισμός absence masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)